σατυρίαση

σατυρίαση
(Ιατρ.). Έξαρση της γενετήσιας ορμής, στον άντρα. Διακρίνεται σε τοξική σ., που είναι παροδική και οφείλεται στη χρήση ορισμένων φαρμάκων (φώσφορου κανθαριδίνης, στρυχνίνης, υοχιμβίνης) και νευρική σ., η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων ψυχικών ασθενειών, στη διάρκεια της εξέλιξης της παράλυσης και σε μερικές μυελικές σκληρύνσεις καθώς και κάπως παράδοξα βέβαια, στην αρχή της ανδρόπαυσης. Ορισμένα εξάλλου τοπικά αίτια, προκαλούν ερεθισμό (οξύουροι, έρπις ή έκζεμα), με συνέπεια τη δημιουργία παροδικών κρίσεων σ., με τη μορφή του πριαπισμού.
* * *
η / σατυρίασις, -άσεως, ΝΑ, και ιων. τ. σατυρίησις, -ήσεως Α [σατυριῶ]
νοσηρή υπερδιέγερση τής γενετήσιας ορμής τού άνδρα, η οποία οδηγεί σε υπερβολικό αριθμό σεξουαλικών επαφών ή σε ασυγκράτητο αυνανισμό
νεοελλ.
φρ. α) «τοξική σατυρίαση» — παροδική σατυρίαση που οφείλεται στην χρήση ορισμένων φαρμάκων β) «νευρική σατυρίαση» — σατυρίαση η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων ψυχικών νόσων
αρχ.
1. ασθένεια κατά την οποία εξογκώνονται τα οστά τών κροτάφων, με αποτέλεσμα να μοιάζουν με τα κέρατα τών Σατύρων
2. εξοίδηση τών αδένων που βρίσκονται κοντά στα αφτιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σατυρίαση — η 1. παθολογική σεξουαλική ορμή. 2. γυναικομανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • οργασμός — (Ιατρ.). Φυσική γενετήσια ορμή. Ο ο. θεωρείται φυσιολογικός, εφόσον εκδηλώνεται σε λογικά όρια. Ο υπερβολικός ο. στους άντρες αποκαλείται πριαπισμός ή σατυρίαση και οφείλεται στην υπερλειτουργία των αδένων της που συντονίζουν τη γενετήσια… …   Dictionary of Greek

  • σατυριακός — ή, όν, Α [σατυριῶ] 1. αυτός που προκαλεί σατυρίαση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σατυριακή ονομασία αντιδότου …   Dictionary of Greek

  • σατυριασμός — ο, ΝΑ [σατυριῶ] η σατυρίαση …   Dictionary of Greek

  • σατυρισμός — ὁ, Α [σατυρίζω (Ι)] η σατυρίαση …   Dictionary of Greek

  • σατυριώ — άω, Α πάσχω από σατυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + επίθημα ιῶ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”